• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pent up,
pent-up
adj
(person, animal: confined)κλεισμένος μτχ πρκ
  (μεγαλύτερη καταπίεση)έγκλειστος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 When it rains, the children are pent up in the house all day.
 Όταν βρέχει, τα παιδιά μένουν κλεισμένα μέσα στο σπίτι όλη ημέρα.
pent up,
pent-up
adj
(emotion, energy: repressed) (μεταφορικά)καταπιεσμένος μτχ πρκ
  κτ που έχω μαζέψει περίφρ
 Pent-up emotions can be harmful to mental health.
 Dogs are taken outside and allowed to release their pent-up energy.
 Τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορούν να βλάψουν την πνευματική υγεία.
 Τα σκυλιά βγαίνουν βόλτα και έτσι τους δίνεται η δυνατότητα να απελευθερώσουν την ενέργεια που έχουν μαζέψει.
pent up,
pent-up
adj
(held in, restrained)συσσωρευμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)καταπιεσμένος μτχ πρκ
 There was a lot of pent-up demand for new cars when the economy improved and people were buying cars again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pent up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pent up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!